παραπληρώ

παραπληρώ
παραπληρῶ, -όω, ΝΜΑ
1. γεμίζω κάτι τελείως, παραγεμίζω
2. συμπληρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + πληρῶ «γεμίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραπλήρωμα — το, ΝΑ [παραπληρώ] συμπληρωματική προσθήκη, συμπλήρωμα νεοελλ. γωνία η οποία όταν προστεθεί σε άλλη αποτελεί μαζί της άθροισμα δύο ορθών γωνιών αρχ. 1. πλεόνασμα, παραγέμισμα («ὀνομάτων παραπλήρωμα» λέξεις ή φράσεις οι οποίες υπάρχουν πλεοναστικά …   Dictionary of Greek

  • παραπλήρωσις — ἡ [παραπληρώ] η υπερπλήρωση, το παραγέμισμα («τὸ δὲ μή πώ τι ἀργήν ἔχει τὴν παραπλήρωσιν ἔστι γὰρ ἀντὶ τοῡ μή τι, περιττοῡ κειμένου τοῡ πω», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”